- ἀχάλινα
- ἀχάλῑνα , ἀχάλινοςunbridledneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχάλινος — ἀχάλινος, ον (Α) [χαλινός] 1. ο χωρίς χαλινάρι, ο ανεξέλεγκτος α) «ἀχάλινα στόματα» β) «ἀχάλινα λέγειν» το να μιλάει κανείς άκριτα, ανεξέλεγκτα) 2. αδωροδόκητος, αδιάφθορος … Dictionary of Greek